- ἴσχνανα
- ἴ̱σχνᾱνα , ἰσχναίνωmake dryaor ind act 1st sg (epic doric aeolic)ἴσχνᾱνα , ἰσχναίνωmake dryaor ind act 1st sg (epic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ισχναίνω — ίσχνανα, ισχνάνθηκα 1. μτβ., κάνω κάτι ισχνό. 2. αμτβ., γίνομαι ισχνός, αδυνατίζω: Έχουν ισχνανθεί τα χέρια της από τα χρόνια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)